- οκτωκαιδεκακότυλος
- ὀκτωκαιδεκακότυλος, -ον, το ουδ. σε πάπ. και ὀκτοκαιδεκακότυρον (Α)αυτός που έχει χωρητικότητα δεκαοκτώ κοτυλών*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.